προσοχή

προσοχή
1) baczność (f) rzecz.
2) dbać czas.
3) ostrożność (f) rzecz.
4) piecza (f) rzecz.
5) roztropność (f) rzecz.
6) staranie (n) rzecz.
7) staranność (f) rzecz.
8) troska (f) rzecz.
9) troszczyć czas.
10) uwaga (f) rzecz.

Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσοχῇ — προσοχή attention fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοχή — attention fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοχή — Στην κοινή ορολογία και στην κλασική ψυχολογία η π. θεωρείται ένα είδος νοητικής ικανότητας, η οποία είναι σε ποικίλο βαθμό ανεπτυγμένη στα διάφορα άτομα, αλλά συνοδεύεται πάντοτε από έντονη συναισθηματική συμμετοχή. Σήμερα έγινε παραδεκτό ότι η… …   Dictionary of Greek

  • προσοχή — η 1. προσήλωση του νου σε κάτι: Δε δούλεψες με προσοχή (Χριστόπουλος). 2. προφύλαξη, επαγρύπνηση, φροντίδα: Να περάσεις το δρόμο με προσοχή. 3. γυμναστικό παράγγελμα: Προσοχή! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσοχῆι — προσοχῇ , προσοχή attention fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοχαῖς — προσοχή attention fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοχῆς — προσοχή attention fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοχήν — προσοχή attention fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • εφίστημι — (ΑΜ ἐφίστημι, Α ιων. τ. ἐπίστημι) διορίζω, τοποθετώ νεοελλ. 1. (αόρ.) επέστην πλησίασα, έφθασα («επέστη η ώρα τής εκδικήσεως») 2. φρ. «εφιστώ την προσοχή κάποιου» σταματώ ή κατευθύνω την προσοχή κάποιου σε κάτι, τόν κάνω να προσέξει μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”